- εξοχή
- 1) campagne2) contrée3) pays
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἐξοχῇ — ἐξοχή prominence fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοχή — prominence fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξοχή — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 46 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται Ν της λίμνης Στυμφαλίας, στις δυτικές πλαγιές του όρους Φαρμακάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Επιδαύρου. Το 1826… … Dictionary of Greek
Εξοχή — Sp Eksòchė Ap Εξοχή/Exochi L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
εξοχή — η 1. ό,τι εξέχει, η προεξοχή, εξόγκωμα. 2. η ύπαιθρος, τα χωράφια, οι αγροί, οι βοσκότοποι. 3. εξοχική περιοχή κατάλληλη για ανάρρωση αρρώστων ή για παραθερισμό υγιών. 4. (ιατρ.), δερματικά ογκώματα, κρεατοελιές. 5. στον πληθ., εξοχές τα αιχμηρά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξοχαῖς — ἐξοχή prominence fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοχαί — ἐξοχή prominence fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοχῆς — ἐξοχή prominence fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοχέων — ἐξοχή prominence fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοχήν — ἐξοχή prominence fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοχῶν — ἐξοχή prominence fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)